- πρωτομιλώ
- πρωτομίλησα, πρωτομιλήθηκα, πρωτομιλημένος1. μιλώ πρώτος.2. μιλώ για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτομίλησε το μωρό μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτομιλώ — και πρωτομιλάω Ν 1. μιλώ πρώτος 2. μιλώ για πρώτη φορά («το μωρό πρωτομίλησε χθες») … Dictionary of Greek